- μάλευρον
- μάλευρον, τὸ (Α)άλευρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών τ. μύλη* και ἄλευρον(βλ. λ. ἀλέω) και απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mereuro «μέλευρον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάλευρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλεύρῳ — μάλευρον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλευρα — μάλευρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
mel-1 (also smel-), melǝ- : mlē-, mel-d- : ml-ed-, mel-dh-, ml-ēi- : mlī̆-, melǝ-k- : mlā-k-, mlēu- : mlū̆ - — mel 1 (also smel ), melǝ : mlē , mel d : ml ed , mel dh , ml ēi : mlī̆ , melǝ k : mlā k , mlēu : mlū̆ English meaning: to grind, hit; fine, ground Deutsche Übersetzung: “zermalmen, schlagen, mahlen”, speziell Korn; from “zerrieben”… … Proto-Indo-European etymological dictionary